Λογοτεχνία

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Η Φόνισσα [50 σελ.]

Εκδόσεις Ελπήνωρ
ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟ

Διογένης (αναγνώστης TLG)
Διαχείριση γραμματοσειρών
Η Εικόνα του Χριστού
Εικονική Γη / Παγκόσμιος Άτλας
Ορθόδοξες Γιορτές (Ημερολόγιο)
Socializer! για να μοιράζεσαι το διαδίκτυο
Πολυτονικός συλλαβισμός στο Word
Εκμάθηση γρήγορης πληκτρολόγησης
Power Copy

        » Περισσότερα

Σελ 33

Της εφάνη εις τον ύπνον της ότι ήτον νέα ακόμα· ότι ο πατήρ της και η μάννα της την υπάνδρευον, όπως την είχαν υπανδρεύσει και την είχαν «νεκροβλοήσει» τον καιρόν εκείνον, και την επροίκιζαν, δίδοντες αυτή και τον κήπον τον πατρώον, όπου αυτή εσκάλιζε κ' επότιζε τα κουκιά και τα λάχανα, όταν ήτον μικρή· και ο πατήρ της την εφίλευε τάχα, διά τον κόπον της και της έδιδε «τέσσερα κεφάλια», κεφάλια από λαχανίδες. Η Χαδούλα μετά χαράς έλαβε τα τέσσερα φυτά εις τας χείρας, αλλ' όταν τα εκοίταξε, είδεν ω φρίκη! ότι ήσαν τέσσαρα μικρά κεφάλια ανθρώπινα νεκρικά....

Ανεταράχθη, εσκίρτησεν, είπε «Κύριε Ιησού Χριστέ!...» Πάλιν απεκοιμήθη. Ωνειρεύθη ότι η μητέρα της την συνελάμβανεν επ' αυτοφώρω ερευνώσαν να εύρη το κομπόδεμα, κάτω εις το ισόγειον, ανάμεσα εις τα βαρέλια και τα πιθάρια και τον σωρόν των καυσοξύλων· ως την είδεν, εμειδίασε πικρώς, το σύνηθες μειδίαμά της, και διά να την εβγάλη τάχα από τον κόπον, επήρε μοναχή της το κομπόδεμα, έβγαλε και της εχάρισεν από τα τόσα τάλληρα, τα σκυλοδεμένα, τρία γερμανικά τάλληρα, τρεις ρηγίνες, απ' εκείνας που είχαν και την εικόνα της Παναγίας επάνω, με την επιγραφήν «Patrona Bavariae». Η Φραγκογιαννού, μετά χαράς μεμειγμένης μ' εντροπήν, επήρε τα τρία νομίσματα από τα χέρια της μητρός της, πλην όταν τα εκοίταξεν, είδεν ότι τα τρία εκείνα νομίσματα, με τα πρόσωπα που έφερον επάνω, ήσαν τρία προσωπάκια, μικρά, πελιδνά, με σβησμένα ματάκια... Ω! τρόμος! προσωπάκια μικρών κορασίδων!

Εξύπνησε περίτρομος, δυστυχής, φρενιασμένη. Ήτον ήδη μεσημβρία. Ο ήλιος έκαιεν υπεράνω της κεφαλής της άνωθεν της κορυφής του δροσερού πλατάνου. Με όλον το θάλπος του ηλίου, και την φαιδρότητα της ημέρας της μαγιάτικης, η εντύπωσις του ονείρου έμεινεν επί μακρόν εις τον νουν της. Της εφαίνετο παράξενον μάλιστα πώς, εν ημέρα, είδε τα όνειρα αυτά. Οσάκις είχε κοιμηθή εν καιρώ ημέρας, εις την ζωήν της, δεν ενθυμείτο ποτέ να είδεν όνειρον.

Έβρεξεν εις την γούρναν δύο δίπυρα, τα απέθηκεν επί της πέτρας της πλακαρής παρά το χείλος του λάκκου, και τα ελησμόνησεν εκεί επί μακρόν, εωσότου έλυωσαν από το βρέξιμον κ' εσάπισαν. Μετά ώραν, εγέμισε την φούχταν της με τα ψιχία, και τα έφαγε.

Όταν ο ήλιος εκρύβη εις την κορυφήν του βραχώδους βουνού, κ' εσκίασεν η κοιλάς, και ήτο δειλινόν πλέον, εστενοχωρήθη και προέκυψε την κεφαλήν έξω της κρύπτης. Εκοίταξεν άνω και κάτω, εις την κοιλάδα την κατάφυτον από ελαιώνας, αλλά ψυχή δεν εφαίνετο. Τότε εσκέφθη να πάρη το καλάθι της και το ραβδί της, να εξέλθη από την μικράν κόγχην, ν' αναβή επάνω εις την λόχμην την σύνδενδρον, και να πάρη σιγά το ρέμα-ρέμα, και ν' αρχίση πάλιν την Παλαιάν της τέχνην, να ψάχνη προς ανεύρεσιν βοτάνων – τα οποία δεν ήξευρε πλέον εις τι θα της εχρησίμευον, αφού δεν είχε πλέον εις τον κόσμον άλλο άσυλον, ειμή την ειρκτήν και μόνην.

Αλλ' όμως έτρεφεν αόριστον ελπίδα, ότι θα εύρισκεν ίσως ξενίαν εις καμμίαν μάνδραν ή καλύβην βοσκού, και τότε τα βότανα θα τα επρόσφερεν εις την σύζυγον του φιλοξενούντος ως μικρόν αντάλλαγμα. Το περισσότερον όμως, θα το έκαμνε διά να περάση η βαρεία ανία, ήτις εβασάνιζε την ψυχήν της.

Την ώρα εκείνην ήκουσε μεμακρυσμένους κωδωνίσκους να ηχούν, και συγχρόνως είδε μακρόθεν να κατέρχεται ένα κοπάδι. Πάραυτα εσκέφθη, ότι, αν δεν προλάβη ευθύς να εξέλθη από την μικράν χαράδραν, μετ' ολίγον η κρύπτη της θ' ανακαλυφθή εξ άπαντος. Διότι, και αν τα πολλά των αρνίων ή των εριφίων εσκορπίζοντο, κ' επήγαινον να πίωσιν εις το μέγα ρεύμα, το οποίον έρρεεν επάνω μέχρι της στέρνας, και ύστερον κάτω από τον νερόμυλον, μερικά εξ αυτών βεβαίως θα κατήρχοντο εις το μικρόν ρεύμα, το γείτον της γούρνας. Είτα τα ζώα θα εσκιάζοντο, θα εξαφνίζοντο, θα ωπισθοχώρουν πηδώντα, και ο βοσκός, όστις και αν ήτο, θα την ανεκάλυπτε, θα επαραξενεύετο, και ίσως θα συνελάμβανεν υποψίας.

Το καλύτερον άρα θα ήτο ν' αντιμετωπίση με την άφευκτον προσποίησιν, με το ψεύδος εις τα χείλη, την παρουσίαν του βοσκού. Άλλως ήτο πολύ πιθανόν, ο αγροδίαιτος εκείνος να μην είχε προ ημερών ειδήσεις από την πόλιν, και να μην εγνώριζε τίποτε περί του διωγμού, τον οποίον υπέφερεν η Φραγκογιαννού.


Προηγούμενη / Αρχική / Επόμενη σελίδα


        Πρβλ.: Άλλα έργα του Παπαδιαμάντη * Μυστικοὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας * Κωνσταντινούπολις

ELLOPOS Elpenor in Print \ Γιωργος Βαλσαμης



 ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ   ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ   BLOG   HOME