Ἀποσπάσματα
Σελ 13
Οἱ τέσσερεις αἰῶνες στὴν τουρκικὴ ἔρημο βεβαίωσαν τὸ θρησκευτικὸ φρόνημα, ἐνῶ μὲ τὸ 1922 τὸ μέλλον τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀναγνωρίστηκε παντοτινὰ ἐξόριστο ἀπὸ τὴν Πόλη του. Στὸ ναυάγιό του ὁ ἑλληνισμὸς ἀπορεῖ, μήπως ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νὰ βρίσκεται κανεὶς στὴ θάλασσα. Γιὰ τὸν ἑλληνισμὸ (καὶ ‘παραδόξως’ γιὰ ὅλους τοὺς Ὀρθόδοξους σὲ διάφορους βαθμούς), χρόνος οὐκέτι ἔσται. Εἰκόνα τοῦ χώρου ἀντίστοιχη καταλαβαίνει ὁ Ἐλύτης: “τῆς Ἀσίας ἂν ἀγγίζει ἀπὸ τὴ μιά, τῆς Εὐρώπης λίγο ἂν ἀκουμπᾶ / στὸν αἰθέρα στέκει νά, καὶ στὴ θάλασσα μόνη της!”[155]
Ἡ στάση στὸν αἰθέρα καὶ ἐπὶ τῶν ὑδάτων σημαίνει τὴν ὁριστικὴ ἀπώλεια τῆς Πόλης γιὰ τὸν ἑλληνισμό, τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ὅλη τὴν χριστιανοσύνη. Ἡ Ἑλλάδα συμβολίζει πιὰ καὶ γεωγραφικῶς τὴν ἀναχώρηση, καὶ ὅλη ἡ Δύση, εἴτε θὰ πέσει στὸ μηδὲν (ἀκόμη κι ἂν ἐκταθεῖ στὸν πλανήτη), εἴτε θὰ γίνει τόπος τοῦ Ἁγίου Ὄρους της: “δὲν ἐγεννήθηκα ν’ ἀνήκω πουθενά / τιμαριώτης τ’ οὐρανοῦ κεῖ πάλι ζητῶ ν’ ἀποκατασταθῶ”, εἶναι ἡ ὁμολογία τῆς σημερινῆς καὶ διαχρονικῆς φωνῆς τοῦ ἑλληνισμοῦ.[156]
Ἡ εἰκόνα τῆς στάσης ποὺ ζωγραφίζει ὁ Ἐλύτης, προσδιορίζει τὸ ὁριακὸ ἄγγιγμα τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου. Δὲν σημαίνει κατασκευὴ ‘ἀχρονικῆς’ οὐτοπίας, ἀλλὰ διαμονὴ στὴν ἀλήθεια, ὅπου ὑπάρχει ἐπίσης πραγματικὸ καὶ ὄχι οὐτοπικὸ τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον. Δίνοντας ἐκείνη ἢ τὴν ἄλλη ἀπάντηση στὶς προκλήσεις τῆς ἱστορίας, πάντως κυρίαρχο αἴτημα τοῦ ἑλληνισμοῦ ἦταν διαρκῶς ἡ φιλία τῆς σοφίας, σὲ ὅλες τὶς ἱστορικὲς περιόδους καὶ ἔναντι κάθε τιμήματος ὁποιουδήποτε. Ὅμως ἡ σοφία δὲν ἀφορᾶ σὲ ἱερὴ ἔστω μιὰ ἀπροϋπόθετη ἐπιθυμία, ἀλλὰ σὲ ἤδη ὑπαρκτὴ βιωμένη σημασία. Τὸ ζωντανὸ ἅλμα δὲν εἶναι πρὸς τὸ παρελθὸν ἢ τὸ μέλλον, ἀλλὰ πρὸς τὸν ἄλλο.
“Ἀλήθεια πόσο κοντὰ ποὺ φαίνεται ὁ διπλανός μας. Νά! ἔτσι κάνουμε καὶ τὸν ἀγγίζουν τὰ χέρια μας. Δίπλα του καθόμαστε καὶ μόνο τὸ κάθισμα μοιάζει νὰ μᾶς χωρίζει. Κι’ ὅμως σ’ ὅλη τὴ Φύση δὲ βρίσκεται τόση ἀπόσταση νὰ χωρίζει τὸ ἕνα μέρος ἀπὸ τ’ ἄλλο, ὅση μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν διπλανό ... Ὁ πόθος ὅμως εἶναι ἀκοίμητος στὸν ἄνθρωπο καὶ πάντα τονὲ σπρώχνει νὰ βρεῖ τὸν διπλανό του, ἀδιάφορο ἂν ὅλοι μας δὲν τὸν ἀκοῦμε καθὼς μᾶς κεντᾶ, κι’ ἂν ὅλοι μας δὲν ἔχουμε τὴ δύναμη νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε ὣς τὸ τέλος. Τὸ λίγο φῶς ποὺ μᾶς φωτίζει στὴ ζωή μας, αὐτὸς μᾶς βοήθησε νὰ τὸ ἀνάψουμε. Καίει ἀδιάκοπα μέσα στὸν ἄνθρωπο· μ’ ὅλο ποὺ ἔχει σωρωθεῖ γύρω του κι’ ἀπάνω του στάχτη”.[157]
[155] Ἐλύτης, Τὸ Ἄξιον Ἐστί (Τὰ Πάθη, Ϛ’), ὅ.π., σ. 46.
[156] Ἐλύτης, Τὰ ἐλεγεῖα τῆς ὀξώπετρας, ὅ.π., σ. 7.
[157] Ἀποστολάκης, Ἡ ποίηση στὴ ζωή μας, ὅ.π., σελ. 57-58.
Προηγούμενη Ἑνότητα - Ἑπόμενη Ἑνότητα