Φιλοσοφία

ELLOPOSnet

Daniel Chandler

Σημειωτική για Αρχάριους

Μετάφραση: Μαρία Κωνσταντοπούλου

url : https://www.ellopos.gr/semiotics/

Περιεχόμενα:   Πρόλογος ||| Εισαγωγή ||| Σημεία ||| Τρόπος (Μodality) ||| Υποδείγματα & Συντάγματα ||| Συνταγματική Ανάλυση ||| Υποδειγματική Ανάλυση ||| Καταδήλωση & Συμπαραδήλωση ||| Μεταφορά και Μετωνυμία ||| Κώδικες ||| Τρόποι προσαγόρευσης ||| Κωδικοποίηση/Αποκωδικοποίηση ||| Άρθρωση ||| Διακειμενικότητα ||| Πλεονεκτήματα της Σημειωτικής ||| Κριτικές της Σημειωτικής ||| Εφαρμόστε Μόνοι Σας Σημειωτική ||| Παραπομπές ||| Προτεινόμενα Αναγνώσματα ||| Ευρετήριο

Σημεία

Ως είδος, οι άνθρωποι, μοιάζει να εμπνεόμαστε από την επιθυμία σημασιοδότησης (δηλαδή απόδοσης νοημάτων): πάνω απ’ όλα είμαστε σίγουρα Homo significans – σημασιοδότες. Κι είναι αυτή η σημασιοδότηση που βρίσκεται στην καρδιά των ενδιαφερόντων της σημειωτικής. Στη σημειωτική, 'σημεία' είναι μονάδες σημασίας που παίρνουν τη μορφή λέξεων, εικόνων, ήχων, ενεργειών, ή αντικειμένων. Τέτοια πράγματα δεν έχουν εγγενή σημασία και γίνονται σημεία μόνο όταν τους αποδώσουμε νόημα (σημασία). Ο Graeme Turner σημειώνει ότι για να μπορεί κάτι να χαρακτηρισθεί σημείο «πρέπει να έχει φυσική μορφή, πρέπει να αναφέρεται σε κάτι άλλο από τον εαυτό του, και πρέπει να αναγνωρίζεται από τους άλλους χρήστες του σημειακού συστήματος» (Turner 1992, 17).

Σήμερα, το σημαίνον ερμηνεύεται κοινώς ως η υλική (ή φυσική) μορφή του σημείου – είναι κάτι που μπορούμε να δούμε, να ακούσουμε, να αγγίξουμε, να μυρίσουμε ή να γευτούμε. Το σημαινόμενο, από την άλλη πλευρά, είναι μια νοητική κατασκευή – δεν είναι υλικό αντικείμενο. Η σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου αναφέρεται συνήθως ως σημασιοδότηση και αναπαρίσταται στο διάγραμμα του Saussure με ένα διπλό βέλος.

Ιδού ένα γλωσσολογικό παράδειγμα

        Σημείο: η γραπτή λέξη 'δέντρο'

        Σημαίνον: Τα γράμματα 'δ-έ-ν-τ-ρ-ο'

Ενώ το βασικό υπόδειγμα του Saussure υιοθετείται γενικά, είναι περισσότερο υλιστικό από αυτό που είχε αναπτύξει ο ίδιος. Για τον Saussure τόσο το σημαίνον όσο και το σημαινόμενο αποτελούσαν μορφή και όχι ουσία (Innis 1986, 25).

Όπως λέει ο Justin Lewis, «το σημείο ενσωματώνει τόσο το σημαίνον όσο και το σημαινομενο: είναι η υλική οντότητα που έχει αποκτήσει σημασία» (Lewis 1991, 27). Ο Saussure τόνισε ότι το σημαίνον και το σημαινόμενο ήταν αδιαχώριστα όπως οι δύο όψεις του χαρτιού. Δεν υπάρχει σημείο - η σημασία – χωρίς και ένα σημαίνον και ένα σημαινόμενο. Η διάκριση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου εξισώνεται καμμιά φορά με το συνήθη δυαδισμό 'μορφής και περιεχομένου' (e.g. Wells 1977, 3, Andersson & Trudgill 1992, 75). Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο το σημαίνον φαίνεται ως μορφή του σημείου και το σημαινόμενο ως περιεχόμενο. Πάντως, η μεταφορά της μορφής ως 'δοχείου' είναι προβληματική, και τείνει να υποστηρίξει την εξίσωση του περιεχομένου με τη σημασία, υπονοώντας ότι η σημασία μπορεί να εξαχθεί χωρίς ενεργητική διαδικασία ερμηνείας και ότι η μορφή δεν έχει σημασία καθεαυτήν (Chandler 1995, 104-6; ίδε επίσης Noth 1990, 61 και O'Sullivan et al. 1994, 121-2).

Σημειώστε ότι σε αντίθεση προς το υπόδειγμα σημείου του Peirce (που αναπτύσσεται παρακάτω), το υπόδειγμα του Saussure αποκλείει την αναφορά σε αντικείμενο που υπάρχει στην υφήλιο (αναφορά γίνεται μόνο σε κάποια νοητή έννοια και σε 'ηχητική εικόνα'). Η αντίληψη της σημασίας είναι καθαρά δομική και σχεσιακή μάλλον παρά αναφορική: η σημασία των σημείων θεωρείται ότι έγκειται στη συστηματική σχέση μεταξύ τους μάλλον παρά στην αναφορά τους προς υλικά αντικείμενα. Αυτή η έννοια μπορεί να είναι δυσνόητη επειδή μπορεί να αισθανόμαστε ότι μια μεμονωμένη λέξη όπως το 'δέντρο' έχει κάποια σημασία για μας, αλλά η σημασία της εξαρτάται από το πλαίσιο αναφοράς της σε σχέση με άλλες λέξεις μαζί με τις οποίες χρησιμοποιείται. Ο τρόπος που ο Saussure αντιλαμβάνεται τη σημασία είναι επίσης διαφορικός: τονίζει τις διαφορές μεταξύ των σημείων. Ισχυρίστηκε ότι «οι έννοιες είναι καθαρά διαφορικές και ορίζονται όχι από το θετικό τους περιεχόμενο αλλά αρνητικά από τις σχέσεις τους με άλλους όρους του συστήματος. Το πιο ακριβές χαρακτηριστικό τους είναι ότι αποτελούν αυτό που τα άλλα δεν είναι» (Saussure 1974, 117). Οι σημειωτιστές συμφωνούν ευρέως ότι τα σημεία κατανοούνται το ένα σε σχέση με το άλλο, αλλά ο Justin Lewis σημειώνει ότι μια έμφαση στις διαφορές μεταξύ των σημείων υποεκτιμά τη σημασία της σύνδεσής τους: «η σημασία κάποιου πράγματος … απορρέει από αυτό με το οποίο ομοιάζει όσο και από αυτό με το οποίο δεν ομοιάζει» (Lewis 1991, 29). Το υπόδειγμα του Saussure με την έμφαση που δίνει στις εσωτερικές δομές ενός σημειακού συστήματος μπορεί να θεωρηθεί ότι υποστηρίζει την ιδέα πώς η γλώσσα δεν αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα, αλλά μάλλον την κατασκευάζει. Πάντως, μερικοί επέκριναν την αποστασιοποίησή του από το κοινωνικό πλαίσιο (Gardiner 1992, 11).

Αν και το σημαίνον θεωρείται από τους χρήστες του ως 'αντιπρόσωπος' του σημαινομένου, οι σωσσυριανοί σημειωτιστές τονίζουν ότι δεν υπάρχει 'εγγενής', 'άμεση' ή 'διάφανη' σχέση μεταξύ του σημαίνοντος και του σημαινομένου. Ο Saussure τόνισε την αυθαιρεσία του σημείου (see Saussure, in Innis 1986, 37-8). Επικεντρώθηκε στα γλωσσολογικά σημεία, θεωρώντας τη γλώσσα ως το σημαντικότερο σημειακό σύστημα: η αυθαιρεσία εντοπίσθηκε αργότερα ως κύριο 'σχεδιαστικό χαρακτηριστικό' της γλώσσας. Ο John Fiske σχολιάζει ότι «ο Saussure πίστευε πως η αυθαίρετη φύση της προφορικής γλώσσας είναι η κύρια αιτία της συνθετότητας, της φινέτσας και της ικανότητάς της να εκτελεί ένα ευρύ φάσμα λειτουργιών» (O'Sullivan et al. 1994, 288; ίδε Saussure στο Innis 1986, 38). Στο πλαίσιο της φυσικής γλώσσας ο Saussure τόνιζε ότι δεν υπάρχει αναγκαία, εγγενής ή 'φυσική' σχέση μεταξύ του σημαίνοντος και του σημαινομένου – μεταξύ του ήχου ή του σχήματος μιας λέξης και της έννοιας στην οποίαν αναφέρεται. Η σχέση είναι καθαρά συμβατική – εξαρτώμενη από κοινωνικές και πολιτιστικές συμβάσεις. «Η λέξη δέντρο σημαίνει αυτό που σημαίνει για μας, μόνο επειδή συμφωνούμε να της το επιτρέψουμε» (Turner 1992, 13). Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι η μορφή της λέξης είναι τυχαία. Ο ίδιος ο Saussure σημείωσε ότι «η γλώσσα δεν είναι εντελώς αυθαίρετη, αλλά διέπεται σε κάποια έκταση από τη λογική» (στο Innis 1986, 42). Κάθε γλώσσα περιέχει διαφορετικές διακρίσεις μεταξύ ενός σημαίνοντος και ενός άλλου (π.χ. 'δέντρο' και 'κέντρο') και μεταξύ ενός σημαινομένου και ενός άλλου (π.χ. 'δέντρο' και 'θάμνος'). Ο John Hartley προσθέτει ότι το σημαινόμενο είναι αυθαίρετο σε σχέση με «το συνεχές φάσμα των αντιληπτών αισθητο-εντυπώσεων του κόσμου» (Hartley 1982, 17). Αν αποδεχθούμε το αυθαίρετο της σχέσης μεταξύ του σημαίνοντος και του σημαινομένου τότε μπορούμε να ισχυριστούμε κόντρα στη διαίσθησή μας ότι «το σημαινόμενο επηρεάζεται από το σημαίνον» (και όχι το αντίστροφο)» (Bignell 1997, 12; ίδε και Coward & Ellis 1977, 3). 

Το αυθαίρετο των σημείων βρίσκεται πίσω από την πρόθεση της ερμηνείας τους (και τη σημασία του πλαισίου αναφοράς). Τα σημεία έχουν πολλαπλές μάλλον παρά απλές σημασίες. Μέσα σε μια μόνη γλώσσα, ένα σημαίνον μπορεί να αναφέρεται σε πολλά σημαινόμενα (π.χ. ευφυολογήματα) και σε ένα σημαίνον μπορεί να αναφέρονται πολλά σημαίνοντα (π.χ. συνώνυμα). Μερικοί σχολιαστές επικρίνουν την ιδέα ότι η σχέση σημαίνοντος και σημαινομένου, ακόμη και στη γλώσσα, είναι εντελώς αυθαίρετη (π.χ. Lewis 1991, 29). Η ονοματοποιία ανακύπτει συχνά στη συζήτηση αυτή, αν και μερικοί σημειωτιστές απαντούν ότι αυτή ελάχιστα εξηγεί την ποικιλία που παρατηρούμε μεταξύ γλωσσών σε εκείνες τις λέξεις που χρησιμοποιούνται για να παριστούν τους ίδιους ήχους (π.χ. τους ήχους που βγάζουν γνωστά ζώα). Δε χρειάζεται να συνταχθούμε με την άποψη ότι η σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου είναι αναγκαστικά εντελώς αυθαίρετη: ο John Tagg (απηχώντας Aλτουσσεριανή Μαρξιστική ορολογία) αναφέρεται στη σχέση αυτή σε όρους 'σχετικής αυτονομίας' (Tagg 1988, 167). Η σχετική συμβατικότητα της σχέσεως μεταξύ σημαινομένου και σημαίνοντος είναι κάτι στο οποίο θα επανέλθω παρακάτω.

 

Το τριαδικό υπόδειγμα σημείου του Peirce είναι σύνθετο και δε θα συζητηθεί εκτενώς εδώ (ίδε Sturrock 1986 ή Zeman 1977 για μιαν εισαγωγή στη σημειωτική του Peirce). Πάντως, σημειώστε ότι το ερμήνευμα είναι κι αυτό ένα σημείο στο μυαλό του ερμηνευτή. Η φράση 'άπειρη σημείωσις' χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στον τρόπο με τον οποίον αυτή η διαδικασία θα οδηγούσε σε μια σειρά από διαδοχικά ερμηνεύματα (δυνητικά) επ’ άπειρον (Noth 1990, 43). Κάθε αρχική ερμηνεία μπορεί να επανερμηνευθεί.

Παραλλαγές της τριάδας του Peirce παρουσιάζονται συχνά ως 'το σημειωτικό τρίγωνο' ωσάν να υπήρχε μόνο μια εκδοχή. Ιδού μια εκδοχή που απαντάται συχνά κι η οποία αλλάζει μόνο τους ασυνήθιστους όρους του Peirce (Noth 1990, 89):

 

Η διακεκομμένη γραμμή στη βάση του τριγώνου έχει σκοπό να δείξει ότι δεν υπάρχει αναγκαία καμμιά ορατή σχέση μεταξύ του σημειοφόρου και του αναφερομένου. Σημειώστε ότι αντίθετα από το αφηρημένο σημαινόμενο του Saussure, το αναφερόμενο είναι ένα αντικείμενο του κόσμου. Δε χρειάζεται αυτό να αποκλείει την αναφορά σημείων σε αφηρημένες έννοιες και φανταστικές οντότητες όσο και σε φυσικά αντικείμενα, αλλά το υπόδειγμα του Peirce έχει θέση για μιαν αντικειμενική πραγματικότητα, κάτι που δε χαρακτηρίζει το υπόδειγμα του Saussure (αν και ο Peirce δεν ήταν αφελής ρεαλιστής και υποστήριζε ότι όλη μας η εμπειρία μεταδίδεται με σημεία).

Η σημασία της εξαγωγής νοήματος (που απαιτεί έναν ερμηνευτή – αν και ο Peirce δε τοποθετεί τον όρο αυτό στην τριάδα του) άσκησε ιδιαίτερη γοητεία στους θεωρητικούς των επικοινωνιακών μέσων, που τονίζουν τη σημασία της ενεργητικής διαδικασίας ερμηνείας. Πολλοί από τους θεωρητικούς αυτούς υπαινίσσονται σημειωτικά τρίγωνα, στα οποία ο ερμηνευτής (ή 'χρήστης»') των σημείων εμφανίζεται ρητά (αντί του όρου 'νόημα' ή 'ερμήνευμα'). Αυτό υπογραμμίζει τη διαδικασία της σημείωσης (που είναι ξεκάθαρα μια έννοια του Peirce). Η σημασία του σημείου δεν περιέχεται σαυτό, αλλά προκύπτει από την ερμηνεία του. Είτε υιοθετήσουμε δυαδικό είτε τριαδικό υπόδειγμα, ο ρόλος του ερμηνευτή πρέπει να ληφθεί υπόψη – είτε μέσα στο τυπικό υπόδειγμα του σημείου ή ως ουσιαστικό τμήμα της διαδικασίας της σημείωσης. Ο David Sless διατείνεται «προτάσεις σχετικές με τους χρήστες, τα σημεία η τα αναφερόμενα δεν μπορούν να γίνουν ποτέ μεμονωμένα. Μια πρόταση για το ένα περιέχει πάντα επιπτώσεις για τα άλλα δύο» (Sless 1986, 6).

Σημειώστε ότι οι σημειωτιστές (είτε σωσσυριανοί είτε περσιανοί) κάνουν τη διάκριση μεταξύ σημείου και 'σημειοφόρου' (το τελευταίο είναι σημαίνον για τους σωσσυριανούς και αναπαριστών για τους περσιανούς). Το σημείο είναι κάτι περισσότερο από σημειοφόρο (Noth 1990, 79). Ο όρος 'σημείο' χρησιμοποιείται καμμιά φορά χαλαρά, ούτως ώστε η διάκριση αυτή να μην τηρείται πάντα (ακόμη και ο Saussure και ο Peirce υπήρξαν ένοχοι γιαυτό). Στο σωσσυριανό πλαίσιο, παραδείγματος χάριν, η διάκριση μεταξύ του σημείου και του σημαίνοντος μπορεί να γίνει ασαφής.

Ως μη γλωσσικό παράδειγμα του τι συνιστά σημείο, η Judith Williamson προτείνει το παράδειγμα μιας διαφήμισης αρώματος. Εμφανίζεται ως κοντινή φωτογραφία του κεφαλιού και των ώμων της διάσημης γαλλίδας ηθοποιού Catherine Deneuve (το όνομά της εμφανίζεται με μικρά γράμματα). Στην κάτω δεξιά μεριά της διαφήμισης είναι η εικόνα ενός μπουκαλιού αρώματος με την επιγραφή Chanel No. 5. Κάτω από αυτό, με μεγάλα γράμματα, το όνομα του αρώματος επαναλαμβάνεται με το χαρακτηριστικό τυπογραφικό του στυλ. Στη διαφήμιση αυτή, το κύριο σημαίνον είναι το μπουκάλι του αρώματος, το σημαινόμενο είναι η γαλλική φινέτσα, λεπτότητα, κομψότητα, ομορφιά και αίγλη κι αυτό το σημαίνον και σημαινόμενο συνδυασμένα συνιστούν ένα σημείο που αποδίδει το νόημα ότι το Chanel No. 5 είναι κομψότητα και ομορφιά (Williamson 1978, 25; Leiss et al. 1990, 201).

Αν κι ο Saussure τόνιζε την αυθαίρετη φύση του γλωσσικού σημείου, οι περισσότεροι σημειωτιστές τονίζουν ότι τα σημεία διαφέρουν στο πόσο αυθαίρετα/συμβατικά (ή σε αντίθεση πόσο 'διάφανα') είναι. Ο συμβολισμός αντανακλά μόνο μια μορφή σχέσεως μεταξύ των σημαινόντων και των σημαινομένων τους. Ο Charles Peirce σημείωσε διαφορετικούς τύπους σχέσεων μεταξύ σημειοφόρων και των αναφερομένων τους και τρεις από τους όρους του για τις σχέσεις αυτές επαναλαμβάνονται σήμερα ευρέως σε μελέτες σημειωτικής. Προτίμησα τον όρο του Terence Hawkes 'τύποι σχέσεων' (Hawkes 1977, 129) από τον συμβατικότερο 'τύποι σημείων' για λόγους που εξηγούνται παρακάτω.

 

Σύμβολο/συμβολικό: τύπος κατά τον οποίο το σημαίνον δεν ομοιάζει στο σημαινόμενο αλλά είναι αυθαίρετο ή καθαρά συμβατικό – ούτως ώστε η σχέση να πρέπει να διδαχθεί (π.χ. η λέξη 'στοπ', το κόκκινο φανάρι, η εθνική σημαία, ένας αριθμός)

 

Εικόνα/εικονικό: τύπος κατά τον οποίο το σημαίνον μοιάζει φυσικά η μιμείται το σημαινόμενο (κατά τρόπο αναγνωρίσιμο: φαίνεται, ηχεί, δίνει την αφή, τη γεύση ή το άρωμα του σημαινομένου) – όντας όμοιο σε κάποιες από τις ιδιότητές του (π.χ. ένα πορτραίτο, ένα σχεδιάγραμμα, μια μακέτα, μια ονοματοποιία, 'ρεαλιστικοί' ήχοι στη μουσική, μουσικά εφφέ σε ραδιοφωνικά έργα, ντουμπλαρισμένο ηχητικό κανάλι φιλμ, μιμητικές χειρονομίες)

 

Ενδείκτης/Ενδεικτικός: τύπος κατά τον οποίο το σημαίνον συνδέεται άμεσα κατά κάποιον τρόπο (φυσικό ή τελεολογικό) με το σημαινόμενο – ο σύνδεσμος αυτός μπορεί να παρατηρηθεί ή να συναχθεί (πχ. καπνός, ανεμοδούρα, θερμόμετρο, ρολόι, αλφάδι, πατημασιά, δακτυλικό αποτύπωμα, χτύπος στην πόρτα, σφυγμός, εξανθήματα, πόνος)

Οι τρεις αυτοί τύποι ταξινομούνται εδώ σε σειρά μειούμενης συμβατικότητας σύμφωνα με τον Noth: «Η αποκωδικοποίηση της ομοιότητας μιας εικόνας η μιας αναπαράστασης με το αντικείμενό της προϋποθέτει υψηλότερο βαθμό σύμβασης από την αποκωδικοποίηση σημείων που «κατευθύνουν υποχρεωτικά την προσοχή στα αντικείμενά τους» όπως ορίζει ο Peirce τον ενδείκτη (Noth 1990, 246). Μέσα σε κάθε μορφή τα σημεία ποικίλλουν επίσης όσον αφορά το βαθμό της αυθαιρεσίας/σύμβασης.

Σημειώστε ότι, ακριβώς επειδή ένα σημαίνον ομοιάζει με αυτό το οποίο παριστά, δε σημαίνει αναγκαία ότι είναι καθαρά εικονικό. Ο Peirce σημείωσε ότι μια φωτογραφία είναι ενδεικτική: «οι φωτογραφίες, ειδικά οι στιγμιαίες, είναι πολύ ενημερωτικές, επειδή γνωρίζουμε ότι από μερικές απόψεις είναι ακριβώς όπως τα πράγματα που αναπαριστούν. Αλλά η ομοιότητα αυτή οφείλεται στο ότι οι φωτογραφίες έχουν παραχθεί κάτω από τέτοιες συνθήκες που υποχρεώθηκαν φυσικά να αντιστοιχούν σημείο προς σημείο στη φύση. Από την άποψη αυτή, λοιπόν, ανήκουν ….στην τάξη των σημείων …φυσικής συσχέτισης (την ενδεικτική τάξη) (αναφέρεται στο Wollen 1969, 123-4). Έτσι, με την έννοια αυτή, κάθε ανεπεξέργαστη φωτογραφική ή κινηματογραφική εικόνα είναι ενδεικτική. Τέτοιες εικόνες μοιάζουν φυσικά με αυτό που απεικονίζουν και οι David Deacon et al. σχολιάζουν ότι ενώ «από υλική άποψη, η φωτογραφική απεικόνηση είναι… ενδείκτης της επίδρασης του φωτός στο φωτογραφικό χαρτί…η πραγματική της δύναμη έγκειται στην εικονική της σημασιοδότηση» (Deacon et al. 1999, 188). Πάντως, ο ενδεικτικός χαρακτήρας των εικόνων αυτών είναι που ενθαρρύνει τους ερμηνευτές να τις χρησιμοποιούν ως 'αντικειμενικά' ντοκουμέντα της 'πραγματικότητας'. Οι φωτογραφικές και κινηματογραφικές εικόνες μπορεί να είναι επίσης συμβολικές: σε μιαν εμπειρική μελέτη των τηλεοπτικών ειδήσεων, οι Davis και Walton βρήκαν ότι

Είναι εύκολο να ολισθήσει κανείς και να αναφερθεί στους τρείς τύπους του Peirce ως τύπους σημείων. Αλλά δεν είναι αναγκαία αμοιβαία αποκλειόμενοι: ένα σημείο μπορεί να είναι εικόνα, σύμβολο και ενδείκτης, ή οποιοσδήποτε συνδυασμός. «Ένας χάρτης είναι … ενδεικτικός (δείχνει που είναι διαφοροι τόποι) και εικονικός (αναπαριστά τόπους σε τοπογραφική σχέση μεταξύ τους) και συμβολικός (το σημειολογικό τους σύστημα πρέπει να διδαχθεί) (Danesi 1994a, 77). Ο κινηματογράφος και η τηλεόραση χρησιμοποιούν και τις τρεις μορφές: εικόνα (ήχος και εικόνα), σύμβολα (λόγος και γραπτό) και ενδείκτες (όπως είναι η επίδραση αυτού που κινηματογραφείται). Τα εικονικά σημεία υπερισχύουν, αν και μερικά κινηματογραφικά σημεία είναι αρκετά αυθαίρετα, όπως η σταδιακή εξαφάνιση που σημαίνει ότι θα ακολουθήσει απομνημονευμένη σκηνή.

Το αν ένα σημείο είναι συμβολικό, εικονικό ή ενδεικτικό εξαρτάται κυρίως από τον τρόπο που χρησιμοποιείται, ούτως ώστε τα 'τυπικά' παραδείγματα που επιλέγονται, για να επεξηγούν τους ποικίλους τρόπους, να είναι παραπλανητικά. Το ίδιο σημαίνον μπορεί να χρησιμοποιείται εικονικά σε ένα πλαίσιο και συμβολικά σε ένα άλλο: η φωτογραφία μιας γυναίκας μπορεί να παριστά κάποια γενική κατηγορία, όπως είναι οι 'γυναίκες', ή μπορεί ειδικότερα να παριστά μόνο τη συγκεκριμένη γυναίκα, που φαίνεται στη φωτογραφία. Τα σημεία δεν μπορεί να ταξινομούνται σε όρους των τριών τύπων χωρίς αναφορά στους σκοπούς, που οι χρήστες τους έχουν μέσα στα συγκεκριμένα πλαίσια αναφοράς.

Εικονικά και ενδεικτικά σημεία είναι πιθανότερο να διαβάζονται ως 'φυσικά' σε σύγκριση με τα συμβολικά σημεία, όταν έχουμε συνηθίσει να βρίσκουμε τη σχέση μεταξύ του σημαίνοντος και του σημαινομένου. Αλλά ο Guy Cook σημειώνει ότι «οι περισσότερες εικόνες μοιάζουν με τα σημαινόμενά τους από μερικές μόνον απόψεις». Μερικοί σημειωτιστές υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχουν 'καθαρές' εικόνες –  πάντοτε εμπλέκεται ένα στοιχείο πολιτιστικής σύμβασης. Ο Cook διερωτάται μήπως το εικονικό σημείο στην πόρτα μιας δημόσιας τουαλέττας ανδρών μοιάζει περισσότερο με γυναίκα παρά με άνδρα.

Ο James Monaco προτείνει ότι «στον κινηματογράφο το σημαίνον και το σημαινόμενο είναι σχεδόν ταυτόσημα… Η δύναμη των γλωσσικών συστημάτων έγκειται στην ύπαρξη μεγάλης διαφοράς μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου. Η δύναμη του κινηματογράφου έγκειται στην ανυπαρξία της» (Monaco 1981, 127-8). Στηριζόμενα λιγότερο από τη γραφή σε συμβολικά σημεία, ο κινηματογράφος, η τηλεόραση και η φωτογραφία προϋποθέτουν μικρότερη εμφανή απόσταση μεταξύ σημαινομένου και σημαίνοντος, κάτι που τα κάνει να φαίνεται ότι προσφέρουν είδωλα της πραγματικότητας. Χρειάζεται να υπενθυμίζουμε στους εαυτούς μας ότι μια φωτογραφία ή ένα φιλμ δεν καταγράφουν απλώς ένα γεγονός, αλλά δίνουν μόνο μιάν αναπαράσταση από έναν άπειρο αριθμό δυνατών αναπαραστάσεων. Όλα τα κείμενα επικοινωνιακών μέσων, όσο ρεαλιστικά κι αν είναι, αποτελούν αναπαραστάσεις μάλλον παρά απλές καταγραφές ή αναπαραγωγές της πραγματικότητας. Ο Roland Barthes ισχυρίστηκε ότι τα φωτογραφικά μέσα υπηρετούν μιαν ιδεολογική αποστολή, επειδή φαίνεται να καταγράφουν μάλλον παρά να μετασχηματίζουν ή να σημασιοδοτούν (Woollacott 1982, 99; ίδε επίσης Hall 1980, 132).

Οι όροι 'κινήτρωση' (motivation) και 'επιπροσδιορισμός' (constraint) χρησιμοποιούνται καμμιά φορά για να περιγράψουν την έκταση στην οποία το σημαινόμενο καθορίζει το σημαίνον. Όσο περισσότερο επιπροσδιορίζεται το σημαίνον από το σημαινόμενο, τόσο περισσότερο κινητρωμένο είναι το σημείο: τα εικονικά σημεία είναι πολύ κινητρωμένα, τα συμβολικά δεν είναι. Όσο λιγότερο κινητρωμένο είναι το σημείο, τόσο περισσότερο χρειάζεται να μάθουμε τη συμφωνημένη σύμβαση για να το κατανοήσουμε (Fiske & Hartley 1978, 39). Πάντως, οι περισσότεροι σημειωτιστές ισχυρίζονται ότι όλα τα σημεία είναι συμβατικά. Ο Fiske δηλώνει ότι:

Ο Saussure συνειδητοποιούσε ότι η σχέση μεταξύ σημαινομένου και σημαίνοντος στη γλώσσα άλλαζε διαχρονικά (στο Innis 1986, 42-3). Ο John Hartley γράφει ότι, διαχρονικά, αυτά που κάποτε ήταν κινητρωμένα σημεία μπορεί να γίνουν αυθαίρετα και να αλλάξει ριζικά το σημαινόμενό τους» (Hartley 1982, 31). Πολλά σημεία, που η αρχική τους χρήση μπορούσε να χαρακτηρισθεί κινητρωμένη – είχε δηλαδή κάποιαν ευδιάκριτη σχέση προς το αναφερόμενό τους – κατέληξαν να χρησιμοποιούνται περισσότερο μεταφορικά, και μπορεί εκ των υστέρων να έχασαν ακόμη και τη μεταφορική τους έννοια για τους χρήστες τους. Είναι βέβαιο ότι μερικά από τα γράμματα του ελληνικού και λατινικού αλφαβήτου, προέρχονται από εικονικά σημεία των αιγυπτιακών ιερογλυφικών. «Σύμβολα του γραπτού λόγου μπορεί να μην είναι κατανοητά από αυτούς που δεν ανήκουν στο συγκεκριμένο πολιτισμό, αλλά κάθε σύμβολο μέσα σαυτό τον πολιτισμό μεταφέρει αναγκαστικά μιαν ολόκληρη ιστορία αναπαράστασης, σύνδεσης και σχέσης» (Barry 1997, 119). Κατά συνέπειαν, μερικοί θεωρητικοί επιμένουν ότι «τα σημεία δεν είναι ποτέ αυθαίρετα» (Kress & van Leeuwen 1996, 7), δίνοντας έμφαση στην κινήτρωση των χρηστών των σημείων μάλλον παρά του ιδίου του σημείου (ίδε και Hodge & Kress 1988, 21-2).

Μια διάκριση γίνεται συνήθως μεταξύ ψηφιακών και αναλογικών σημείων. Τα αναλογικά σημεία, όπως οι οπτικές εικόνες και οι χειρονομίες, περιλαμβάνουν σχέσεις που διαβαθμίζονται σε συνεχές φάσμα. Μπορούν να σημάνουν άπειρες λεπτές διακρίσεις που μοιάζουν 'πέρα από τα λόγια'. Όπως το έθεσε ο Guy Cook: "δεν μπορούμε να καθορίσουμε τον αριθμό των διαφόρων χαμόγελων και … γέλιων που διαθέτει το άτομο στο ρεπερτόριό του" (Cook 1992, 67). Τα ψηφιακά σημεία, από την άλλη πλευρά, περιέχουν διακριτές μονάδες όπως οι λέξεις, οι αριθμοί και εξαρτώνται από την κατηγοριοποίηση του σημαινομένου. Ο Fiske γράφει ότι «η μετατροπή της φύσης σε πολιτισμό και η μετασκευή της σε κάτι κατανοητό και επικοινωνητό προϋποθέτει την ψηφιακή της κωδικοποίηση» (Fiske 1989a, 313).

Ο ιταλός σημειωτιστής Umberto Eco, που απορρίπτει την 'απαράδεκτη τριχοτόμηση' σε σημεία, εικόνες, και ενδείκτες (1976, 178), επέκρινε την προφανή εξίσωση των όρων 'αυθαίρετος', 'συμβατικός' και 'ψηφιακός' όπως χρησιμοποιούνται από κάποιους σχολιαστές. Επισημαίνει επίσης τον τρόπο με τον οποίον η συνήθης σύζευξη των εννοιών δίνει την παραπλανητική εντύπωση ότι οι όροι που έχουν την ίδια κάθετη τοποθέτηση είναι συνώνυμοι:

ψηφιακός

αντί

αναλογικός

αυθαίρετος

αντί

κινητρωμένος

συμβατικός

αντί

φυσικός

(Eco 1976, 190)

   

Παρατηρεί, επί παραδείγματι, ότι η φωτογραφία μπορεί να είναι και 'κινητρωμένη' και 'ψηφιακή'. Ο Eco προτείνει μιαν άλλη διάκριση μεταξύ σημειοφόρων. Αυτή σχετίζεται με τις γλωσσολογικές έννοιες των συμβόλων (tokens) και των τύπων (types). Όσον αφορά τις λέξεις ενός κειμένου, μια μέτρηση των συμβόλων θα μετρούσε το συνολικό αριθμό λέξεων που χρησιμοποιούνται, ενώ μια μέτρηση των τύπων θα κατέληγε σε μέτρηση των διαφορετικών λέξων που χρησιμοποιήθηκαν (ασχέτως επαναλήψεων). Ο Eco ταξινομεί τα παρακάτω είδη σημειοφόρων:

Πάντως, η διάκριση μεταξύ τύπου και συμβόλου, σε σχέση με τα σημεία, είναι σημαντική σε όρους κοινωνικής σημειωτικής, όχι ως απόλυτη ιδιότητα του σημειοφόρου αλλά μόνο στην έκταση που επηρεάζει αυτούς που εμπλέκονται στη χρήση του σημείου σε κάποια δεδομένη κατάσταση (για ειδικούς σκοπούς). Επί παραδείγματι, ελάχιστες διαφορές σε κάποιο σχέδιο μπορεί για μεν τους χαρτοπαίκτες να αποτελούν θέμα ζωής ή θανάτου, όταν αφορούν παραλλαγές του σχεδίου στο πίσω μέρος των φύλλων της ίδιας τράπουλας, ενώ για τους συλλέκτες οι διαφορές στο στυλ των σχεδίων κάθε τύπου φύλλου (π.χ. του άσσου σπαθί) μπορεί να εκτιμώνται ιδιαίτερα ως διακεκριμένο χαρακτηριστικό διαφορετικών τραπουλών.

Ο Jay David Bolter ισχυρίζεται ότι «τα σημεία αγκιστρώνονται πάντα σε ένα μέσο. Τα σημεία μπορεί να εξαρτώνται πολύ ή λίγο από τα χαρακτηριστικά ενός μέσου – μπορεί να μεταφέρονται λίγο ή πολύ σε άλλο μέσο – αλλά σημείο χωρίς μέσο δεν είναι νοητό» (Bolter 1991, 195-6). Αυτό είναι λίγο παραπλανητικό, αφού, όπως λέει ο Justin Lewis, «το σημείο δεν έχει υλική υπόσταση, αφού η σημασία που αποδίδεται σε λέξεις ή πράγματα, δεν αναγράφεται σαυτά. Μόνο το σημαίνον – η μονάδα που προηγείται της σημασίας – υπάρχει ως υλική οντότης» (Wren-Lewis 1983, 181). Παρά ταύτα, αυτό που θέλει να πει ο Bolter δεν αφορά το σημειοφόρο και όπως έγραψαν οι Hodge και Tripp, «θεμελιώδες σε κάθε σημειωτική ανάλυση είναι το γεγονός ότι οποιοδήποτε σύστημα σημείων (σημειωτικός κώδικας) μεταφέρεται από υλικό μέσο που έχει τη δική του δομή κανόνων» (Hodge & Tripp 1986, 17). Επιπλέον, μερικά μέσα χρησιμοποιούν διάφορα διαλογικά συστήματα σημείων: η τηλεόραση κι ο κινηματογράφος, επί παραδείγματι, χρησιμοποιούν προφορικά, οπτικά, ακουστικά και κινητικά σήματα. Το μέσο δεν είναι 'ουδέτερο'; κάθε μέσο έχει τους δικούς του περιορισμούς και όπως γράφει ο Umberto Eco, το καθένα είναι ήδη «φορτισμένο με πολιτιστική σημασία» (Eco 1976, 267).

Έθιξα την προβληματική διάκριση μεταξύ μορφής και περιεχομένου. Ο γλωσσολόγος  Louis Hjelmslev (1963) προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα εισάγοντας την έννοια ότι τόσο η έκφραση όσο και το περιεχόμενο έχουν ουσία και μορφή. Στο πλαίσιο αυτό τα σημεία έχουν τέσσερις διαστάσεις. Ο θεωρητικός του κινηματογράφου Christian Metz υιοθέτησε τη παρακάτω μήτρα (Tudor 1974, 110; Baggaley & Duck 1976, 149; Metz 1981).

Ουσία

Μορφή

Σημαινόμενα: 'επίπεδο περιεχομένου' (Hjelmslev/Barthes)

Ουσία περιεχομένου:
'ανθρώπινο περιεχόμενο' (Metz), κόσμος του κειμένου, θέμα, genre

Μορφή περιεχομένου:
'σημαντική δομή' (Baggaley & Duck), 'θεματική δομή' (περιλαμβανομένης της αφήγησης) (Metz)

Σημαίνοντα: 'επίπεδο έκφρασης' (Hjelmslev/Barthes)

Ουσία της έκφρασης:
φυσικά υλικά του μέσου (π.χ. εικόνες και ήχοι)

Μορφή της έκφρασης:
τυπική συντακτική δομή, τεχνική και ύφος (μεγάλη συνταγματική του Metz)

Χρησιμοποιώντας ένα υπόδειγμα βασισμένο σαυτό του Roman Jakobson (προσαρμοσμένο από τον Dell Hymes), οι Thwaites et al. αναφέρουν επτά λειτουργίες του σημείου, που τις θεωρούν όλες 'αναγκαίες για κάθε δραστηριότητα σημειοδότησης' (Thwaites et al. 1994, 18).

(ibid., 7-19; ίδε επίσης Stam et al. 1992, 15-17, Guiraud 1975, 6ff και Fiske & Hartley 1978, 83-4).

Από μια σκοπιά καθαρά κοινωνικής σημειωτικής, οι Gunther Kress και Theo van Leeuwen διασκευάζουν ένα γλωσσολογικό υπόδειγμα του Michael Halliday και επιμένουν ότι κάθε σημειωτικό σύστημα έχει τρεις ουσιώδεις μεταλειτουργίες:

Ειδικά σημειωτικά συστήματα ονομάζονται κώδικες.

ELLOPOS Elpenor in Print \ Γιωργος Βαλσαμης



 ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ   ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ   BLOG   HOME