Φιλοσοφία

ELLOPOSnet

Daniel Chandler

Σημειωτική για Αρχάριους

Μετάφραση: Μαρία Κωνσταντοπούλου

url : https://www.ellopos.gr/semiotics/

Περιεχόμενα:   Πρόλογος ||| Εισαγωγή ||| Σημεία ||| Τρόπος (Μodality) ||| Υποδείγματα & Συντάγματα ||| Συνταγματική Ανάλυση ||| Υποδειγματική Ανάλυση ||| Καταδήλωση & Συμπαραδήλωση ||| Μεταφορά και Μετωνυμία ||| Κώδικες ||| Τρόποι προσαγόρευσης ||| Κωδικοποίηση/Αποκωδικοποίηση ||| Άρθρωση ||| Διακειμενικότητα ||| Πλεονεκτήματα της Σημειωτικής ||| Κριτικές της Σημειωτικής ||| Εφαρμόστε Μόνοι Σας Σημειωτική ||| Παραπομπές ||| Προτεινόμενα Αναγνώσματα ||| Ευρετήριο

Τρόπος (Modality)

Ενώ η σημειωτική απαντάται συχνά με τη μορφή της ανάλυσης κειμένου, συνεπάγεται επίσης τη φιλοσοφική θεώρηση του ρόλου των σημείων στην κατασκευή της πραγματικότητας. O 'τρόπος' αναφέρεται στην κατάσταση της πραγματικότητας, που αποδίδεται ή διεκδικείται από ένα σημείο, κείμενο ή genre. Πιο τυπικά, οι Robert Hodge και Gunther Kress δηλώνουν ότι ο 'τρόπος' αναφέρεται στην κατάσταση, την αυθεντικότητα και την αξιοπιστία ενός μηνύματος, στην οντολογική του κατάσταση ή στην αξία του ως αλήθειας ή γεγονότος» (Hodge & Kress 1988, 124). Βγάζοντας νόημα από το κείμενο, οι ερμηνευτές κάνουν 'κρίσεις τρόπου' γιαυτό, αντλώντας από τη γνώση τους για τον κόσμο και το επικοινωνιακό μέσο. Επί παραδείγματι, το χαρακτηρίζουν ως γεγονότα ή φαντασία, ως πραγματικότητα ή ηθοποιία, ως ζωντανό ή καταγεγραμένο, και αξιολογούν την πιθανότητα ή την αληθοφάνεια των γεγονότων που απεικονίζονται ή των θέσεων που προτείνονται σαυτό.

Το υπόδειγμα του Saussure για το σημείο δε συνεπάγεται άμεση σχέση με την εκτός του σημείου πραγματικότητα. Στο υπόδειγμα αυτό το σημαίνον είναι απλώς μια νοητή έννοια. Οι έννοιες είναι νοητικές κατασκευές, όχι 'εξωτερικά' αντικείμενα. Μιά έννοια μπορεί, βέβαια, να αναφέρεται σε κάτι που ανήκει στην εμπειρική πραγματικότητα, αλλά όπως γράφει ο John Hartley «έννοιες ή σημαινόμενα, δεν είναι φυσικές, δεδομένες οντότητες που αντιστοιχούν σε διακεκριμένα τμήματα του έξω κόσμου» (Hartley 1982, 16). Όπως τα σημαίνοντα, τα σημαινόμενα αποτελούν τμήμα ενός συστήματος σημείων. Υιοθετώντας μια στάση τύπου Whorf οι Fiske and Hartley ισχυρίζονται ότι «το σημαινόμενο.. είναι καθεαυτό αυθαίρετο, αφού ο τρόπος που το βλέπουμε, το κατηγοριοποιούμε και το δομούμε είναι αποτέλεσμα του πολιτιστικού μας τρόπου σκέψεως» (Fiske & Hartley 1978, 39).

Σε αντίθεση προς το υπόδειγμα του Saussure, το υπόδειγμα σημείων του Peirce εμφανίζει ρητά το αναφερόμενο – κάτι στον κόσμο της εμπειρίας στο οποίο αναφέρεται το σημειοφόρο. Επιπλέον, ο Peirce υιοθέτησε από τη Λογική την έννοια του 'τρόπου' για να αναφερθεί στην αξία αλήθειας του σημείου, αναγνωρίζοντας τρία είδη: το ρεαλισμό, τη (λογική) αναγκαιότητα και την (υποθετική) δυνατότητα (Hodge & Kress 1988, 26). Επιπλέον, η ταξινόμηση των σημείων σε όρους του τύπου της σχέσεως των σημειοφόρων προς τα αναφερόμενά τους αντανακλά τον τρόπο τους – η εμφανής διαφάνεια σε σχέση με την 'πραγματικότητα' (ο συμβολικός τύπος, παραδείγματος χάριν, που έχει χαμηλό βαθμό τρόπου).

Οι θεωρητικοί που προσανατολίζονται προς την ακραία θέση του φιλοσοφικού ιδεαλισμού (για τον οποίο η πραγματικότητα είναι καθαρά υποκειμενική και δημιουργείται από τη χρήση των σημείων που κάνουμε) μπορεί να μη βλέπει πρόβλημα στο υπόδειγμα του Saussure. Εκείνοι που έλκονται προς το φιλοσοφικό ρεαλισμό (για τον οποίο μια και μόνη αντικειμενική πραγματικότητα υπάρχει αναμφισβήτητα 'έξω' από μας) θα το αμφισβητούσαν. Σύμφωνα με τη θέση αυτή, η πραγματικότητα μπορεί να 'διαστρεβλώνεται' από τα επικοινωνιακά μέσα που χρησιμοποιούμε για να την κατανοήσουμε, αλλά αυτά τα μέσα δε συμμετέχουν στην 'κατασκευή' του κόσμου. Ακόμη κι αυτοί που υιοθετούν μιαν ενδιάμεση κονστρουκτιβιστική θέση – ότι η γλώσσα και τα άλλα μέσα συμμετέχουν σε μεγάλο μέρος στην 'κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας' – μπορεί να έχουν την τάση να αντιτίθενται στην εμφανή αδιαφορία προς την κοινωνική πραγματικότητα που χαρακτηρίζει το υπόδειγμα του Saussure. Ειδικά αυτοί που ανήκουν στην πολιτική αριστερά θα αντετίθεντο στην υποτίμηση της σημασίας των υλικών συνθηκών της ζωής, που ενυπάρχει στην αστική εμμονή προς την αφαίρεση. Ο Umberto Eco δηλώνει προκλητικά ότι «η σημειωτική είναι κατ’ εξοχήν η επιστήμη που μελετά οτιδήποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ψευδολογία» (Eco 1976, 7).

Από τη σκοπιά της κοινωνικής σημειωτικής το αρχικό υπόδειγμα του Saussure είναι σίγουρα προβληματικό. Όποιες κι αν είναι οι φιλοσοφικές μας θέσεις, στην καθημερινή μας συμπεριφορά ενεργούμε συνήθως θεωρώντας ότι κάποιες αναπαραστάσεις της πραγματικότητας είναι πιο αξιόπιστες από άλλες. Και το κάνουμε εν μέρει με υπαινιγμούς μέσα στα κείμενα που οι σημειωτιστές (ακολουθώντας τους γλωσσολόγους) ονομάζουν 'δηλωτικούς τρόπου'. Τέτοιοι υπαινιγμοί αναφέρονται σαυτά που περιγράφονται ποικιλοτρόπως ως αληθοφάνεια, βασιμότητα, αξιοπιστία, αλήθεια, ακρίβεια ή πλασματικότητα κειμένων μέσα στο δεδομένο genre για την παρουσίαση κάποιας αναγνωρίσιμης πραγματικότητας. Οι Gunther Kress και Theo van Leeuwen αναγνωρίζουν ότι:

Από μια τέτοια σκοπιά, όπως είπε κάποιος κάποτε, «η πραγματικότητα έχει δημιουργούς», κι έτσι υπάρχουν πολλές πραγματικότητες και όχι μια και μόνη πραγματικότητα, όπως θεωρούν οι αντικειμενιστές. Η θέση αυτή σχετίζεται με τα πλαίσια των σχέσεων μεταξύ γλώσσας και πραγματικότητας του Whorf. Οι στρουκτουραλιστές επιμένουν ότι οι πραγματικότητες δεν είναι άπειρες και μοναδικές για κάθε άτομο, όπως υποστηρίζουν οι ακραίοι υποκειμενιστές. Αντιθέτως, είναι το προϊόν κοινωνικών ορισμών και ως τέτοιες δεν έχουν όλες το ίδιο κύρος. Οι πραγματικότητες αμφισβητούνται και οι κειμενικές αναπαραστάσεις είναι κατ’ αυτό τον τρόπο 'γήπεδα αγώνων'.

Νύξεις τρόπου μέσα στα κείμενα περιλαμβάνουν τυπικά χαρακτηριστικά των μέσων και του περιεχομένου, όπως είναι τα παρακάτω (τυπικά υψηλές ενδείξεις τρόπου κατατάσσονται εδώ ως οι πρώτες σε κάθε ζεύγος) αν και η διαπλοκή και η ερμηνεία τους είναι τα στοιχεία που έχουν μεγαλύτερη σημασία.

Κρίσεις τρόπου συνεπάγονται συγκρίσεις κειμενικών αναπαραστάσεων με υποδείγματα από τον καθημερινό κόσμο και με υποδείγματα βασισμένα στο genre. Εξαρτώνται λοιπόν εμφανώς από τη σχετική εμπειρία τόσο του κόσμου όσο και του μέσου. Η σημειωτική μελέτη των Robert Hodge και David Tripp Children and Television (1986) εστιάζεται στην ανάπτυξη των κρίσεων τρόπου από τα παιδιά. Ο Ien Ang (1985) ισχυρίζεται ότι η παρακολούθηση των σαπουνοπερών μπορεί να δημιουργεί μιαν αίσθηση ψυχολογικού ή συναισθηματικού ρεαλισμού στους θεατές που υπάρχει στο επίπεδο της συμπαραδήλωσης μάλλον παρά στο επίπεδο της καταδήλωσης. Οι θεατές βρίσκουν κάποιες αναπαραστάσεις συναισθηματικά ή ψυχολογικά 'αληθινές' (ακόμη κι αν στο επίπεδο της καταδήλωσης ο χειρισμός μπορεί να μη φαίνεται ρεαλιστικός). Θα υποστήριζα ότι ειδικά με μακράς διάρκειας σαπουνόπερες (που μπορεί να γίνονται πιο 'αληθινές' για τους οπαδούς τους διαχρονικά) άλλος ένας παράγων είναι αυτός που ονομάζουμε γενικής χρήσεως ρεαλισμό. Οι θεατές, που είναι εξοικειωμένοι με τους ηθοποιούς και τις συμβάσεις μιας συγκεκριμένης σαπουνόπερας, μπορεί συχνά να κρίνουν το πρόγραμμα κυρίως σε αναφορά με δικά του γενικά πλαίσια μάλλον παρά σε σχέση με κάποιαν εξωτερική 'πραγματικότητα'. Παραδείγματος χάριν, είναι η τρέχουσα συμπεριφορά κάποιου χαρακτήρα συνεπής προς αυτό που μάθαμε διαχρονικά για το χαρακτήρα αυτό; Η σαπουνόπερα μπορεί να γίνει δεκτή σε κάποιαν έκταση ως ένας αυτόνομος κόσμος, ο οποίος μπορεί να διέπεται καμμιά φορά από ελαφρά διαφορετικούς κανόνες. Αυτή είναι φυσικά η βάση της 'εκούσιας προσωρινής αναστολής της δυσπιστίας' από την οποίαν εξαρτάται το θέατρο. 

Οι Robert Hodge και Gunther Kress υποστηρίζουν ότι:

Αυτά που αναγνωρίζονται ως 'ρεαλιστικά' στυλ αναπαράστασης αντανακλούν έναν αισθητικό κώδικα. Διαχρονικά, μερικές μέθοδοι παραγωγής μέσα στο μέσο και το genre επισημοποιούνται. Το περιεχόμενο γίνεται αποδεκτό ως 'αντανάκλαση της πραγματικότητας'. Στην περίπτωση της λαϊκής τηλεόρασης και του φιλμ, παραδείγματος χάριν, η χρήση της αόρατης διασκευής αντιπροσωπεύει ένα ευρύ σύνολο συμβάσεων που κατάντησε να φαίνεται 'φυσικό' στους περισσότερους θεατές. Σε 'ρεαλιστικά' κείμενα αυτό που έρχεται στο προσκήνιο είναι το 'περιεχόμενο' και όχι η 'μορφή' ή το στύλ της παραγωγής. Καθώς στον κυρίαρχο τύπο 'επιστημονικού' διαλόγου, το μέσο και οι κώδικες εκτιμώνται ως ουδέτεροι και διαφανείς, οι δημιουργοί των κειμένων αποσύρονται στην αφάνεια. Κατά συνέπειαν, η 'πραγματικότητα' μοιάζει να προϋπάρχει της αναπαράστασής της και να «μιλά για τον εαυτό της». ΄Ετσι αυτό που λέγεται έχει την αίγλη της 'αλήθειας'. Ο John Tagg ισχυρίζεται ότι

Πάντως, ο Tagg προσθέτει ότι μια τέτοια στάση δε χρειάζεται να οδηγεί στην υπόθεση 'ενός κλειστού κόσμου κωδίκων' (ibid., 101) ή στη διάψευση της ύπαρξης αυτού που παρίσταται έξω από τη διαδικασία που το παριστά (ibid., 167). Τονίζει «την αποφασιστική σχέση μεταξύ νοήματος και ζητημμάτων πρακτικής και εξουσίας» υποστηρίζοντας ότι «η πραγματικότητα είναι ένα σύμπλεγμα κυρίαρχων και υποταγμένων ομιλιών, που δεδομένα κείμενα τις αποκλείουν, τις απομονώνουν ή δεν τις σημασιοδοτούν» (ibid., 101).


Πιστεύοντας ότι η γλώσσα τοποθετείται ανάμεσα σε μας και την 'πραγματικότητα' ο Alfred Korzybski (1879-1950), θεμελιωτής ενός κινήματος που έγινε γνωστό ως 'Γενική Σημαντική' (General Semantics) αισθάνθηκε ότι έπρεπε να μας υπενθυμίζεται ότι «ο χάρτης δεν είναι το έδαφος» και ότι «η λέξη δεν είναι το αντικείμενο» (Korzybski 1933; ίδε επίσης Chase 1938 και Hayakawa 1941). Εκ πρώτης όψεως, η προειδοποίηση του Korzybski είναι άχρηστη: ξέρουμε ότι η λέξη 'σκύλος' δεν μπορεί να γαυγίσει ή να δαγκώσει. Πάντως, μπορεί μερικές φορές να συμπεριφερθούμε ως εάν μερικά σημαίνοντα να ήταν αδιαχώριστα από αυτό που αντιπροσωπεύουν. Ο Βέλγος σουρεαλιστής Renι Magritte (1898-1967) διασκέδασε με την ιδέα αυτή σε μια σειρά σχεδίων και πινάκων, όπου αντικείμενα απεικονίζονταν με λεκτικές επιγραφές, οι οποίες 'δεν τους ταίριαζαν'. Τα μικρά παιδιά καμμιά φορά φαίνεται να έχουν δυσκολία να διαχωρίσουν τις λέξεις από αυτό που παριστούν. Ο Piaget έδωσε σαν παράδειγμα αυτού του 'ονομαστικού ρεαλισμού' μια συνέντευξη με ένα παιδί εννιάμισυ χρονών:

Εκλεπτυσμένοι μορφωμένοι άνθρωποι μπορεί να θεωρούν γελοία την ιδέα ότι τα ονόματα ανήκουν σε πράγματα. Σε ένα από τα μυθιστορήματα του Aldous Huxley ένας γέρο-αγρότης δείχνει τα γουρούνια του: «κοίτα τα, κύριε» είπε κουνώντας τα χέρια του προς τα γουρούνια που γρυλλίζανε, «δικαίως τα ονομάζουν γουρούνια» (Chrome Yellow, Chapter 5). Μορφωμένοι ενήλικες μπορεί να μην πέφτουν συχνά θύματα αυτού του είδους ονομαστικού ρεαλισμού. Πάντως, μερικά σημαίνοντα θεωρούνται από μερικούς οτιδήποτε εκτός από 'αυθαίρετα' και παίρνουν σχεδόν μαγική δύναμη – όπως σε σχέση με τις 'γραφικές' βρισιές και θέματα προκατάληψης – υπογραμμίζοντας τη θέση ότι τα σημαίνοντα δεν είναι κοινωνικά αυθαίρετα. Τα παιδιά το αντιλαμβάνονται καλά: πολλά δεν πείθονται ότι «ξύλα και πέτρες μπορεί να μου σπάσουν τα κόκκαλα, αλλά τα ονόματα δε μπορούν να με πειράξουν». Προσθέτοντας τη δική του επιγραφή σε μια διαφήμιση, ο Thomas Streeter του πανεπιστημίου Vermont μας προειδοποιεί για τον τρόπο με τον οποίο τα αναφερόμενα μπορεί να επανορισθούν με επιδέξια χρήση λεκτικών προσορμίσεων. Έτσι, η υπενθύμιση στον εαυτό μας ότι «η λέξη δεν είναι το πράγμα» ίσως να είναι πιο χρήσιμη απ’ ότι μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψεως.

Όταν τα σημαίνονται είναι 'ρεαλιστικά' – όπως στην περίπτωση μιας φωτογραφίας κι ενός φιλμ – είναι ιδιαίτερα εύκολο να ολισθήσεις στο να τα θεωρείς ταυτόσημα με τα σημαινόμενά τους. Όπως «η λέξη δεν είναι το πράγμα» και «ο χάρτης δεν είναι ο χώρος» ούτε η φωτογραφία ή οι εικόνες των τηλεοπτικών ειδήσεων είναι αυτό που απεικονίζουν. Και όμως με τη στάση που υπαγορεύει η 'κοινή λογική' της καθημερινής ζωής χειριζόμαστε συνήθως κατ' αυτό τον τρόπο τα υψηλού τρόπου σημαίνοντα. Έτσι η τηλεόραση περιγράφεται συχνά ως 'παράθυρο στον κόσμο' και συνήθως υποθέτουμε ότι «η κάμερα δεν ψεύδεται ποτέ». Γνωρίζουμε βέβαια ότι «ο σκύλος στο φιλμ μπορεί να γαυγίσει, αλλα δεν μπορεί να δαγκώσει» (Hall 1980, 131) (αν κι όταν είναι κανείς απορροφημένος, μπορεί να αναστείλει την καχυποψία του στο πλαίσιο αυτού που γνωρίζουμε ότι είναι θέατρο). Πάντως, έχουμε συχνά την τάση να δεχόμαστε τη 'μαρτυρία των ματιών μας' ακόμη κι όταν στα γεγονότα μεσολαβούν οι κάμερες των δημοσιογράφων. Ιδιαίτερα 'ρεαλιστικές' αναπαραστάσεις σε οποιοδήποτε μέσο συνεπάγονται μιάν άποψη. Αναπαραστάσεις που ισχυρίζονται ότι είναι 'πραγματικές' αρνούνται την αναπόφευκτη διαφορά μεταξύ χάρτη και χώρου (ο Lewis Carroll λέγεται ότι αστειεύτηκε πως ένας χάρτης 1:1 της χώρας οδηγούσε σε συσκότιση οπουδήποτε τον ξετύλιγαν). Δε χρειάζεται να υιοθετήσει κανείς τον 'επιστημονικό' ρεαλισμό των αποκαλούμενων Γενικών Σημαντικιστών σχετικά με την 'διαστρέβλωση της πραγματικότητας' από τα συστήματα σημασιοδότησης, αλλά μπορούμε να αναγνωρίσουμε αντ’ αυτής ότι η πραγματικότητα δεν υπάρχει ανεξάρτητα από τα σημεία, στρέφοντας την κριτική μας προσοχή στο ζήτημα του ποιές πραγματικότητες ευνοούνται από κάποιες ειδικές αναπαραστάσεις – μιαν άποψη που, αποφεύγοντας την προσχώρηση στον υποκειμενισμό, αποδίδει φόρο τιμής στην άνιση κατανομή εξουσίας στην κοινωνία.

Ενώ οι Σωσσυριανοί σημειωτιστές (με τη γλώσσα ως υπόδειγμά τους) τόνισαν την αυθαίρετη σχέση του σημαίνοντος προς το σημαινόμενο, οι μεταμοντέρνοι θεωρητικοί προχωρούν παραπέρα στη θέση μιας αποσύνδεσης σημαίνοντος και σημαινομένου. ΄Ενα κενό ή παραπλέον σημαίνον ορίζεται με διάφορους τρόπους ως το σημαίνον με αόριστο, μη προσδιορίσιμο ή ανύπαρκτο σημαινόμενο. Τέτοια σημαίνοντα σημαίνουν διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς ανθρώπους: μπορεί να παριστούν πολλά ή κανένα σημαινόμενο, μπορεί να σημαίνουν οτιδήποτε οι ερμηνευτές τους θέλουν να σημάνουν. Σε μια τέτοια κατάσταση ριζικής αποσύνδεσης σημαίνοντος και σημαινομένου «ένα σημείο σημαίνει απλώς αυτό που σημαίνει» (Goldman & Papson 1994, 50). Η πρώτη αναφορά σε ένα 'κενό σημαίνον' που ξέρω είναι αυτή του Roland Barthes στο 'Myth Today' (Barthes 1957; ίδε και Culler 1975, 19). Ο Barthes ορίζει το κενό σημαίνον ως σημαίνον χωρίς καθορισμένο σημαινόμενο, το οποίο γιαυτον σημαίνει ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει ως σημείο. Ο γάλλος ψυχαναλυτής Jacques Lacan έγραψε για την «αδιάκοπη ολίσθηση του σημαινομένου υπό το σημαίνον» (Lacan 1977, 154). Ο Jacques Derrida αναφέρεται επίσης στο ελεύθερο παιχνίδι των σημαινόντων: δεν προσδένονται με τα σημαινόμενά τους, αλλά υποδεικνύουν πέρα από αυτά άλλα σημαινόμενα σε μια «ατέλειωτη αναφορά του σημαίνοντος προς το σημαινόμενο» (Derrida 1978, 25). Τέτοιες ιδέες προέβλεψε ο Peirce στην έννοιά του της «χωρίς όρια σημείωσης», αλλά οι μεταμοντέρνες θεωρίες δεν επιτρέπουν πρόσβαση σε καμμιά πραγματικότητα εκτός σημασιοδότησης. Αφού η φράση «το κενό (ή παραπλέον) σημαίνον έγινε κάτι σαν ακαδημαϊκό 'sound-bite', ο ίδιος ο όρος απειλείται ειρωνικά να μείνει ένα άδειο σημαίνον».

Στο βιβλίο του The Image, ο Daniel Boorstin (1961) χαρτογράφησε τη γέννηση αυτού που ονόμασε 'ψευτογεγονότα' - γεγονότα που σκηνοθετούνται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για να μεταδοθούν. Ο μεταμοντέρνος Jean Baudrillard (1984) προχωρεί, ερμηνεύοντας πολλές αναπαραστάσεις ως μέσα απόκρυψης της απουσίας πραγματικότητας, ονομάζει τέτοιες αναπαραστάσεις 'είδωλα' (ή αντίγραφα χωρίς πρωτότυπα). Βλέπει την εκφυλιστική εξέλιξη στους τύπους αναπαράστασης, όπου τα σημεία είναι όλο και περισσότερο κενά σημασίας:

  1. Είναι η αντανάκλαση μιας βασικής πραγματικότητας
  2. Καλύπτει και διαστρεβλώνει τη βασική πραγματικότητα.
  3. Καλύπτει την απουσία μιας βασικής πραγματικότητας
  4. Δεν έχει καμμιά σχέση με οποιαδήποτε πραγματικότητα: είναι το καθαρό είδωλο του εαυτού της. (Baudrillard 1988, 170)

Τέτοιες προσεγγίσεις, βέβαια, αφήνουν αναπάντητο το ερώτημα «Τι είναι «πραγματικό»;»

ELLOPOS Elpenor in Print \ Γιωργος Βαλσαμης



 ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ   ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ   BLOG   HOME